-
1 erteletmek
αναβάλλω -
2 ajourner
αναβάλλω -
3 repousser
αναβάλλω -
4 suspendre
αναβάλλω -
5 odkládat
αναβάλλω -
6 odročit
αναβάλλω -
7 odsunout
αναβάλλω -
8 defer
αναβάλλω -
9 postpone
αναβάλλω -
10 odkładać
αναβάλλω -
11 odłożyć
αναβάλλω -
12 odraczać
αναβάλλω -
13 откладывать
откладыватьнесов1. (в сторону) βάζω στήν ἀκρη, βάζω κατά μέρος, ἀποθέτω·2. (про запас) μαζεύωΐ ἀποθηκεύω, φυλάγω:\откладывать деньги μαζεύω χρήματα·3. (отсрочивать) ἀναβάλλω:\откладывать решение вопроса ἀναβάλλω τήν λύση τοῦ ζητήματος· \откладывать на завтра ἀναβάλλω γιά αὐριο·4. биол. ἀποθέτω, γεννῶ αὐγά· ◊ \откладывать в долгий ящик βάζω στό χρονοντούλαπο. -
14 отложить
-ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. βάζω κατά μέρος• αποθέτω. || αφήνω, διατηρώκάτι για κάποιον•отложить на чрный день βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης.
|| τέμνω, χωρίζω.2. αναβάλλω•отложить на завтра αναβάλλω για αύριο•
отложить свадьбу αναβάλλω το γάμο.
3. παλ. αναδιπλώνω•отложить воротника κατεβάζω το γιακά.
4. ξεζεύω.5. (διαλκ.) ανοίγω, σύρω, τραβώ (τοσύρτη, μάνταλο κ.τ.τ.).6. γεννώ, αποθέτω•отложить яйца αποθέτω αυγά για κλώσσισμα•
отложить икру αποθέτω το γόνο, γονοβολώ, ωοτοκώ.
7. (γεωλ.) σχηματίζω στρώματα.εκφρ.отложить попечение – δε φροντίζω πια, παύω να φροντίζω.1. (γεωλ.) κατακάθομαι, σχηματίζω στρώμα.2. μτφ. εντυπώνομαι, μου κολλά, μου μπαίνει•отложить в памяти εντυπώνομαι στη μνήμη.
3. παλ. αποσπώμαι, ξεχωρίζω, γίνομαι ανεξάρτητος. || απομακρύνομαι, αποφεύγω απομονώνομαι. -
15 отложить
отложить 1) (в сторону ) παραμερίζω 2) (отсрочить ) αναβάλλω* * *1) ( в сторону) παραμερίζω2) ( отсрочить) αναβάλλω -
16 отсрочивать
отсрочивать, отсрочить αναβάλλω, μεταθέτω· παρατείνω (продлить срок)* * *= отсрочитьαναβάλλω, μεταθέτω; παρατείνω ( продлить срок) -
17 перенести
-
18 отодвигать
отодвигатьнесов, отодвинуть сов1. παραμερίζω, μεταθέτω, μετακινώ / σπρώχνω πίσω (назад):\отодвигать стул παραμερίζω τό κάθισμα· \отодвигать засов ξεμανταλώνω·2. (отсрочивать) разг ἀναβάλλω:\отодвигать срок παρατείνω τήν προθεσμία· \отодвигать поездку на неделю ἀναβάλλω τό ταξίδι γιά μιαν ἐβδομάδα. -
19 отсрочивать
отсрочиватьнесов, отсрочить соз. ἀναβάλλω/ παρατείνω (продлевать срок):\отсрочивать платеж ἀναβάλλω τήν πληρωμή· \отсрочивать паспорт παρατείνω τό διαβατήριο. -
20 отменить
-еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отменённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.καταργώ ακυρώνω αίρω•отменить частную собственность на средства производства καταργώ την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής•
отменить карточную систему καταργώ το σύστημα διανομής με δελτίο•
отменить телесные наказания καταργώ τις σωματικές ποινές (τιμωρίες).
|| ανακαλώ•отменить приказание ανακαλώ διαταγή.
|| αναβάλλω•отменить спектакль αναβάλλω το θέαμα.
См. также в других словарях:
ἀναβάλλω — throw up pres subj act 1st sg ἀναβάλλω throw up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβάλλω — αναβάλλω, ανέβαλα βλ. πίν. 146 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
αναβάλλω — ανάβαλα και ανέβαλα, αναβλήθηκα, αναβλημένος 1. μεταθέτω την εκτέλεση μιας πράξης σε μελλοντικό χρόνο: Ανάβαλα για το καλοκαίρι το ταξίδι μου. 2. φρ., «Του έψαλε τον αναβαλλόμενο» (τον μάλωσε πολύ) προήλθε από τον πολύ μακρό ψαλμό που αρχίζει με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναβάλῃ — ἀναβάλλω throw up aor subj mp 2nd sg ἀναβάλλω throw up aor subj act 3rd sg ἀναβά̱λῃ , ἀναβάλλω throw up aor subj mid 2nd sg (doric) ἀναβά̱λῃ , ἀναβάλλω throw up aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβάλω — ἀναβάλλω throw up aor subj act 1st sg ἀμβά̱λω , ἀναβάλλω throw up aor subj act 1st sg (doric) ἀμβά̱λω , ἀναβάλλω throw up aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαλοῦσι — ἀναβάλλω throw up aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναβάλλω throw up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀναβάλλω throw up fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάλλεσθε — ἀναβάλλω throw up pres imperat mp 2nd pl ἀναβάλλω throw up pres ind mp 2nd pl ἀναβάλλω throw up imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάλλετε — ἀναβάλλω throw up pres imperat act 2nd pl ἀναβάλλω throw up pres ind act 2nd pl ἀναβάλλω throw up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάλλῃ — ἀναβάλλω throw up pres subj mp 2nd sg ἀναβάλλω throw up pres ind mp 2nd sg ἀναβάλλω throw up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάλω — ἀναβάλλω throw up aor subj act 1st sg ἀναβά̱λω , ἀναβάλλω throw up aor subj act 1st sg (doric) ἀναβά̱λω , ἀναβάλλω throw up aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)